εύμηλος

εύμηλος
I
Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Γιος του Άδμητου και της Άλκηστης. Πήρε μέρος στην Τρωική εκστρατεία επικεφαλής έντεκα θεσσαλικών πλοίων. Φημιζόταν για τα άλογά του, που, σύμφωνα με τον μύθο, τα είχε βοσκήσει ο ίδιος ο Απόλλων, όταν υπηρετούσε στον Άδμητο.
2. Πρώτος βασιλιάς της Πάτρας. Ίδρυσε με τον Τριπτόλεμο την Άνθεια.
3. Ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης.
II
‘Όνομα ιστορικών προσώπων.1. Κορίνθιος ποιητής (μέσα 8ου αι. π.Χ.). Έργα του είναι: Κορινθιακά, Βουφονίαν, Προσόδιον εις Δήλον και Ευρωπίαν.
2. Σκύθης βασιλιάς του Κιμμερίου Βοσπόρου (τέλη 4ου αι. π.Χ.). Ευεργέτησε τους Έλληνες του Πόντου.
3. Αθηναίος θεσμοθέτης (223 – 122 π.Χ.).
4. Ζωγράφος (τέλη 2ου αι. μ.Χ.).
* * *
εὔμηλος, -ον, δωρ. τ. εὔμαλος, -ον (Α)
ο πλούσιος σε πρόβατα («εὔβοτος, εὔμηλος, οἰνοπληθής, πολύπυρος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μήλον «πρόβατο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Εὔμηλος — rich in sheep masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔμηλος — rich in sheep masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔμηλον — εὔμηλος rich in sheep masc/fem acc sg εὔμηλος rich in sheep neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Евмел — (Εΰμηλος): 1) эпический поэт из знатного коринфского рода Вакхиадов, живший в VIII или XII в. до Р. X. Главные произведения его: Κορινθιαχα баснословная история Коринфа, миф о Ясоне, Медее и т. д., Εΰρωπεια миф о Европе и пастушеская поэма… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Εὐμήλοιο — Εὔμηλος rich in sheep masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμήλοιο — εὔμηλος rich in sheep masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐμήλου — Εὔμηλος rich in sheep masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμήλου — εὔμηλος rich in sheep masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐμήλῳ — Εὔμηλος rich in sheep masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμήλῳ — εὔμηλος rich in sheep masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”